συνεσταλμένως

συνεσταλμένως
συνεσταλμένως, Adv., ([etym.] συστέλλω)
A contractedly:
I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c.
II of a mode of life, simply, frugally,

σ. ζῆν Plu.2.216e

, etc.; humbly, Poll.3.137
.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεσταλμένως — contractedly indeclform (adverb) συστέλλω draw together perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσταλμένως — ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.) μσν. αρχ. με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. γραμμ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”